ελάσιμος
Смотреть что такое "ελάσιμος" в других словарях:
ελάσιμος — η, ο (για μέταλλα) αυτός που επιδέχεται σφυρηλασία, που μπορεί κανείς να τον διαπλατύνει με σφυρηλάτηση, ελατός … Dictionary of Greek
ελάσιμος — η, ο (για μέταλλα), που επιδέχεται έλαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)